κοινοπραγία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />complot.<br />'''Étymologie:''' [[κοινοπραγέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />complot.<br />'''Étymologie:''' [[κοινοπραγέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κοινοπραγία -ας, ἡ [κοινοπραγέω] gemeenschappelijk belang. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοινοπρᾱγία:''' ἡ [[совместные действия]] Polyb., Plut., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κοινοπραγία]]) [[κοινοπραγώ]]<br />[[σύμπραξη]], [[συνεργασία]], [[κοινοπραξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=η (Α [[κοινοπραγία]]) [[κοινοπραγώ]]<br />[[σύμπραξη]], [[συνεργασία]], [[κοινοπραξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, common enterprise, joint or concerted action, Plb.5.95.2, D.S.11.1, 15.8, Plu.Per.17.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Unternehmen; Verschwörung, Pol. 5, 95, 2 u. öfter; Plut. Pericl. 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
complot.
Étymologie: κοινοπραγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινοπραγία -ας, ἡ [κοινοπραγέω] gemeenschappelijk belang.
Russian (Dvoretsky)
κοινοπρᾱγία: ἡ совместные действия Polyb., Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπρᾱγία: ἡ, σύμπραξις, συνωμοσία, Πολύβ. 5. 95, 2, Πλουτ. Περικλ. 17.
Greek Monolingual
η (Α κοινοπραγία) κοινοπραγώ
σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία
αρχ.
συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.).