κρακτικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />criard;<br /><i>Sp.</i> κρακτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κράζω]].
|btext=ή, όν :<br />criard;<br /><i>Sp.</i> κρακτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κράζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.
}}
{{elru
|elrutext='''κρακτικός:''' [[крикливый]], [[голосистый]] (κρακτικώτατος κυνικῶν - [[varia lectio|v.l.]] κυνῶν - ἁπάντων Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρακτικός]], -ή, -όν (Α) [[κράκτης]]<br />[[θορυβώδης]] («[[λάλος]] εἶ καὶ [[κρακτικός]]», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κρακτικός]], -ή, -όν (Α) [[κράκτης]]<br />[[θορυβώδης]] («[[λάλος]] εἶ καὶ [[κρακτικός]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κρακτικός:''' [[крикливый]], [[голосистый]] (κρακτικώτατος κυνικῶν - [[varia lectio|v.l.]] κυνῶν - ἁπάντων Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρακτικός Medium diacritics: κρακτικός Low diacritics: κρακτικός Capitals: ΚΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraktikós Transliteration B: kraktikos Transliteration C: kraktikos Beta Code: kraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κράζω) noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.

Russian (Dvoretsky)

κρακτικός: крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v.l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.

Greek Monolingual

κρακτικός, -ή, -όν (Α) κράκτης
θορυβώδηςλάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).