κτιστύς: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ύος (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[κτίσις]].<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]].
|btext=ύος (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[κτίσις]].<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κτιστύς''': -ύος, , Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κτίσις]], Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. [[κτίσις]]).
|elnltext=κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.
}}
{{elru
|elrutext='''κτιστύς:''' ύος ἡ Her. = [[κτίσις]] 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κτιστύς:''' -ύος, ὁ, Ιων. αντί [[κτίσις]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κτιστύς:''' -ύος, ὁ, Ιων. αντί [[κτίσις]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κτιστύς:''' ύος ἡ Her. = [[κτίσις]] 1.
|lstext='''κτιστύς''': -ύος, , Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κτίσις]], Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. [[κτίσις]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτιστύς]], ύος [ionic for [[κτίσις]], Hdt.]
|mdlsjtxt=[[κτιστύς]], ύος [ionic for [[κτίσις]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτιστύς Medium diacritics: κτιστύς Low diacritics: κτιστύς Capitals: ΚΤΙΣΤΥΣ
Transliteration A: ktistýs Transliteration B: ktistys Transliteration C: ktistys Beta Code: ktistu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for κτίσις, Hdt.9.97.

German (Pape)

[Seite 1520] ύος, ἡ, ion. = κτίσις, die Gründung, Μιλήτου Her. 9, 97.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
ion. c. κτίσις.
Étymologie: κτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.

Russian (Dvoretsky)

κτιστύς: ύος ἡ Her. = κτίσις 1.

Greek Monolingual

κτιστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- του κτίζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. γελαστύς, κρεμβολιαστύς)].

Greek Monotonic

κτιστύς: -ύος, ὁ, Ιων. αντί κτίσις, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κτιστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κτίσις, Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. κτίσις).

Middle Liddell

κτιστύς, ύος [ionic for κτίσις, Hdt.]