οἰκητός: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />habité.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />habité.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκητός:''' [[населенный]], [[обитаемый]] ([[χῶρος]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκητός:''' -ή, -όν ([[οἰκέω]]), κατοικημένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''οἰκητός:''' -ή, -όν ([[οἰκέω]]), κατοικημένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκητός:''' [[населенный]], [[обитаемый]] ([[χῶρος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκητός]], ή, όν [[οἰκέω]]<br />[[inhabited]], Soph.
|mdlsjtxt=[[οἰκητός]], ή, όν [[οἰκέω]]<br />[[inhabited]], Soph.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκητός Medium diacritics: οἰκητός Low diacritics: οικητός Capitals: ΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: oikētós Transliteration B: oikētos Transliteration C: oikitos Beta Code: oi)khto/s

English (LSJ)

ή, όν (ός, όν v. infr.), inhabited, S.OC28, 39; habitable, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει Thphr. Char.26.5; οἰκία οἰκητή LXXLe.25.29; ζώνη Plu.2.896b; οἰκητὸς (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.Im.2.28.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
habité.
Étymologie: οἰκέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκητός: населенный, обитаемый (χῶρος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητός: -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· οἰκήσιμος, οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.

Greek Monolingual

οἰκητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) οικώ
1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ.
β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)
2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).

Greek Monotonic

οἰκητός: -ή, -όν (οἰκέω), κατοικημένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰκητός, ή, όν οἰκέω
inhabited, Soph.