μειλιχόγηρυς: Difference between revisions
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />à la voix douce de persuasion.<br />'''Étymologie:''' [[μείλιχος]], [[γῆρυς]]. | |btext=υος (ὁ, ἡ)<br />[[à la voix douce de persuasion]].<br />'''Étymologie:''' [[μείλιχος]], [[γῆρυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:05, 9 January 2023
English (LSJ)
υ, soft-voiced, γλῶσσα Tyrt.12.8.
German (Pape)
[Seite 116] heißt Adrast bei Tyrt. 3, 8, mit süßer, lieblicher Stimme.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
à la voix douce de persuasion.
Étymologie: μείλιχος, γῆρυς.
Greek (Liddell-Scott)
μειλῐχόγηρυς: υ, γεν. -υος, ὁ μειλιχίαν ἐκπέμπων φωνήν, Τυρταῖ. 9. 8.
Greek Monolingual
μειλιχόγηρυς, -υ (Α)
αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτόγηρυς, ποικιλόγηρυς)].
Greek Monotonic
μειλῐχόγηρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Τυρτ.
Middle Liddell
μειλῐχό-γηρυς, υ,
soft-voiced, Tyrtae.