μονόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui rame seul ; qui n’a qu'une rame.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κώπη]].
|btext=ος, ον :<br />qui rame seul ; qui n’a qu'une rame.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κώπη]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονόκωπος:''' [[один работающий веслами]], [[одиноко гребущий]] ([[ἀνήρ]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[κουπί]] ή μόνο ένα [[πλοίο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μονόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει μόνο ένα [[κουπί]] ή μόνο ένα [[πλοίο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόκωπος:''' [[один работающий веслами]], [[одиноко гребущий]] ([[ἀνήρ]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-κωπος, ον [κωπή]<br />with one oar or one [[ship]], Eur.
|mdlsjtxt=μονό-κωπος, ον [κωπή]<br />with one oar or one [[ship]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκωπος Medium diacritics: μονόκωπος Low diacritics: μονόκωπος Capitals: ΜΟΝΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: monókōpos Transliteration B: monokōpos Transliteration C: monokopos Beta Code: mono/kwpos

English (LSJ)

ον, with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rame seul ; qui n’a qu'une rame.
Étymologie: μόνος, κώπη.

Russian (Dvoretsky)

μονόκωπος: один работающий веслами, одиноко гребущий (ἀνήρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο κουπί
νεοελλ.
(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό-κωπος].

Greek Monotonic

μονόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει μόνο ένα κουπί ή μόνο ένα πλοίο, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-κωπος, ον [κωπή]
with one oar or one ship, Eur.