Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξανθοκόμης: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux cheveux blonds.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[κόμη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux cheveux blonds.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[κόμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθοκόμης:''' ου adj. m Pind., Theocr. = [[ξανθόθριξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξανθοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), = [[ξανθόθριξ]], σε Πίνδ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ξανθοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), = [[ξανθόθριξ]], σε Πίνδ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθοκόμης:''' ου adj. m Pind., Theocr. = [[ξανθόθριξ]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξανθο-[[κόμης]], ου, ὁ, [[κόμη]] = [[ξανθόθριξ]], Pind., Theocr.]
|mdlsjtxt=ξανθο-[[κόμης]], ου, ὁ, [[κόμη]] = [[ξανθόθριξ]], Pind., Theocr.]
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοκόμης Medium diacritics: ξανθοκόμης Low diacritics: ξανθοκόμης Capitals: ΞΑΝΘΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: xanthokómēs Transliteration B: xanthokomēs Transliteration C: ksanthokomis Beta Code: canqoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, = ξανθόθριξ, Hes.Fr.135.5, Pi.N.9.17, Theoc.17.103 (v.l. ξανθό-κομος, as also in Opp. C.2.165,3.24).

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, mit blondem Haare, Opp. Cyn. 3, 24; ξανθοκομᾶν Δαναῶν, Pind. N. 9, 17; Theocr. 17, 103.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux cheveux blonds.
Étymologie: ξανθός, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ξανθοκόμης: ου adj. m Pind., Theocr. = ξανθόθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοκόμης: -ου, ὁ, = ξανθόθριξ, Πινδ. Ν. 9. 40, Θεόκρ. 17. 103 (ἔνθα κοινῶς ξανθόκομοι), Ὀππ. Κυν. 3. 24. πρβλ. 2. 165.

Greek Monolingual

ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -κόμης / -κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο-κόμης, χρυσο-κόμης.

Greek Monotonic

ξανθοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), = ξανθόθριξ, σε Πίνδ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ξανθο-κόμης, ου, ὁ, κόμη = ξανθόθριξ, Pind., Theocr.]