παρανόμημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />acte contraire à la loi <i>ou</i> à la justice, illégalité, méfait.<br />'''Étymologie:''' [[παρανομέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />acte contraire à la loi <i>ou</i> à la justice, illégalité, méfait.<br />'''Étymologie:''' [[παρανομέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρανόμημα''': τό, [[παράνομος]] [[πρᾶξις]], [[παράνομος]] [[διαγωγή]], [[παράβασις]], [[ἁμαρτία]], Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.
|elnltext=παρανόμημα -ατος, τό [παρανομέω] wetsovertreding, onrecht.
}}
{{elru
|elrutext='''παρανόμημα:''' ατος τό противозаконный поступок, беззаконие Thuc., Polyb., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρανόμημα:''' τό, παράνομη [[πράξη]], [[παρανομία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''παρανόμημα:''' τό, παράνομη [[πράξη]], [[παρανομία]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρανόμημα:''' ατος τό противозаконный поступок, беззаконие Thuc., Polyb., Plut.
|lstext='''παρανόμημα''': τό, [[παράνομος]] [[πρᾶξις]], [[παράνομος]] [[διαγωγή]], [[παράβασις]], [[ἁμαρτία]], Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.
}}
{{elnl
|elnltext=παρανόμημα -ατος, τό [παρανομέω] wetsovertreding, onrecht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανόμημα Medium diacritics: παρανόμημα Low diacritics: παρανόμημα Capitals: ΠΑΡΑΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: paranómēma Transliteration B: paranomēma Transliteration C: paranomima Beta Code: parano/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, unlawful act, transgression, Th.7.18, Chrysipp.Stoic.3.71, Plb.23.10.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.47 (pl.), Porph.Abst.1.2 (pl.), POxy.1119.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 491] τό, gesetzwidrige Handlung; Thuc. 7, 18; Pol. 24, 8; oft Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
acte contraire à la loi ou à la justice, illégalité, méfait.
Étymologie: παρανομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρανόμημα -ατος, τό [παρανομέω] wetsovertreding, onrecht.

Russian (Dvoretsky)

παρανόμημα: ατος τό противозаконный поступок, беззаконие Thuc., Polyb., Plut.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ παρανομώ
το αποτέλεσμα του παρανομώ, πράξη αντίθετη με αυτά που ορίζει ο νόμος, ανόμημα, παρανομία.

Greek Monotonic

παρανόμημα: τό, παράνομη πράξη, παρανομία, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρανόμημα: τό, παράνομος πρᾶξις, παράνομος διαγωγή, παράβασις, ἁμαρτία, Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.

Middle Liddell

παρανόμημα, ατος, τό,
an illegal act, transgression, Thuc.

English (Woodhouse)

illegal act, infringement of the law, transgression of the law, unlawful act, violation of the law

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)