πατρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[πατήρ]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[πατήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πατρίδιον''': τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ [[πατήρ]], [[παππίδιον]], «παππάκης», Ἀριστοφ. Σφ. 986, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 15, Θεόφιλος ἐν «Ἰατρῷ» 1.
|elnltext=πατρίδιον -ου, τό [πατήρ] papa.
}}
{{elru
|elrutext='''πατρίδιον:''' (ῐδ) τό батюшка Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πατρίδιον:''' τό, κωμικό υποκορ. του [[πατήρ]], [[πατερούλης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πατρίδιον:''' τό, κωμικό υποκορ. του [[πατήρ]], [[πατερούλης]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πατρίδιον:''' (ῐδ) τό батюшка Arph.
|lstext='''πατρίδιον''': τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ [[πατήρ]], [[παππίδιον]], «παππάκης», Ἀριστοφ. Σφ. 986, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 15, Θεόφιλος ἐν «Ἰατρῷ» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=πατρίδιον -ου, τό [πατήρ] papa.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πατρίδιον]], ου, τό,<br />Comic Dim. of [[πατήρ]], daddy, Ar.
|mdlsjtxt=[[πατρίδιον]], ου, τό,<br />Comic Dim. of [[πατήρ]], daddy, Ar.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρίδιον Medium diacritics: πατρίδιον Low diacritics: πατρίδιον Capitals: ΠΑΤΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: patrídion Transliteration B: patridion Transliteration C: patridion Beta Code: patri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πατήρ, papa, daddy, Ar.V.986, Xenarch.4.15, Theophil.4.

German (Pape)

[Seite 535] τό, dim. von πατήρ, Väterchen; Ar. Vesp. 986; Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πατήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατρίδιον -ου, τό [πατήρ] papa.

Russian (Dvoretsky)

πατρίδιον: (ῐδ) τό батюшка Arph.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κωμ. υποκορ. του πατήρ), πατερούλης, πατεράκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γαστρ-ίδιον)].

Greek Monotonic

πατρίδιον: τό, κωμικό υποκορ. του πατήρ, πατερούλης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πατρίδιον: τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ πατήρ, παππίδιον, «παππάκης», Ἀριστοφ. Σφ. 986, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 15, Θεόφιλος ἐν «Ἰατρῷ» 1.

Middle Liddell

πατρίδιον, ου, τό,
Comic Dim. of πατήρ, daddy, Ar.