πατροφονεύς: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=έως, <i>épq.</i> -ῆος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πατροφόνος]]. | |btext=έως, <i>épq.</i> -ῆος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πατροφόνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πατροφονεύς -έως, ὁ [πατροφόνος] vadermoordenaar. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πατροφονεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ Hom. = [[πατροφόνος]] II. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πατροφονεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, <i>ὁ</i> (*[[φένω]]), [[δολοφόνος]] του [[πατέρα]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πατροφονεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, <i>ὁ</i> (*[[φένω]]), [[δολοφόνος]] του [[πατέρα]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πατροφονεύς''': έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, ὁ φονεύσας τὸν πατέρα τινός, [Ὀρέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον .. ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν [[ἔκτα]] Ὀδ. Α. 299, πρβλ. Γ. 197. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πατρο-[[φονεύς]], έως, ὁ, [*[[φένω]]<br />[[murderer]] of one's [[father]], Od. | |mdlsjtxt=πατρο-[[φονεύς]], έως, ὁ, [*[[φένω]]<br />[[murderer]] of one's [[father]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 October 2022
English (LSJ)
έως, Ep. ῆος, ὁ, murderer of one's father, [Ὀρέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον... ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα Od.1.299, cf. 3.197.
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, Vatermörder, Od. 1, 299. 3, 197. 307.
French (Bailly abrégé)
έως, épq. -ῆος (ὁ) :
c. πατροφόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροφονεύς -έως, ὁ [πατροφόνος] vadermoordenaar.
Russian (Dvoretsky)
πατροφονεύς: έως, эп. ῆος ὁ Hom. = πατροφόνος II.
English (Autenrieth)
ῆος: murderer of a father. (Od.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο φονέας του πατέρα κάποιου («[Ορέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φονεύς (πρβλ. ανδρο-φονεύς)].
Greek Monotonic
πατροφονεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ (*φένω), δολοφόνος του πατέρα, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροφονεύς: έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, ὁ φονεύσας τὸν πατέρα τινός, [Ὀρέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον .. ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα Ὀδ. Α. 299, πρβλ. Γ. 197.