παρῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />qui n’est plus dans la force de l'âge, qui est sur son déclin.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧλιξ]].
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />qui n’est plus dans la force de l'âge, qui est sur son déclin.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧλιξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρῆλιξ''': -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[πάρηβος]], ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν [[ἀκμήν]], Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε [[ὁμῆλιξ]] καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.
|elnltext=παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd.
}}
{{elru
|elrutext='''παρῆλιξ:''' ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρῆλιξ:''' ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.
|lstext='''παρῆλιξ''': -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[πάρηβος]], ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν [[ἀκμήν]], Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε [[ὁμῆλιξ]] καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρ-ῆλιξ, ῐκος,<br />[[past]] one's [[prime]], Plut., Anth.
|mdlsjtxt=παρ-ῆλιξ, ῐκος,<br />[[past]] one's [[prime]], Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῆλιξ Medium diacritics: παρῆλιξ Low diacritics: παρήλιξ Capitals: ΠΑΡΗΛΙΞ
Transliteration A: parē̂lix Transliteration B: parēlix Transliteration C: pariliks Beta Code: parh=lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ,
A no longer young, elderly, of advanced age, past one's prime, Plu.Alex.32: with neut., παρήλικα παιδικά AP12.228 (Strat.): Comp. παρηλικέστερος Sor.1.15.
II past the age-limit of service, POxy.1257.2 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, ἡ, wie πάρηβος, abnehmend an Kraft; Plut. Alex. 32 u. öfter; παρήλικα παιδικά, Strat. 70 (XII, 228); Sp. haben den compar. παρηλικέστερος.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
qui n’est plus dans la force de l'âge, qui est sur son déclin.
Étymologie: παρά, ἧλιξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd.

Russian (Dvoretsky)

παρῆλιξ: ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.

Greek Monotonic

παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη νεότητα, ηλικιωμένος, γηραιός, σε Πλούτ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ πάρηβος, ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν ἀκμήν, Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε ὁμῆλιξ καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.

Middle Liddell

παρ-ῆλιξ, ῐκος,
past one's prime, Plut., Anth.