ποικιλτής: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ouvrier brodeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλλω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ouvrier brodeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικιλτής:''' οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικιλτής:''' -οῦ, ὁ ([[ποικίλλω]]), αυτός που εργάζεται στα κεντήματα, σε Αισχίν.
|lsmtext='''ποικιλτής:''' -οῦ, ὁ ([[ποικίλλω]]), αυτός που εργάζεται στα κεντήματα, σε Αισχίν.
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικιλτής:''' οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποικιλτής]], οῦ, ὁ, [[ποικίλλω]]<br />a broiderer, Aeschin.
|mdlsjtxt=[[ποικιλτής]], οῦ, ὁ, [[ποικίλλω]]<br />a broiderer, Aeschin.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτής Medium diacritics: ποικιλτής Low diacritics: ποικιλτής Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΗΣ
Transliteration A: poikiltḗs Transliteration B: poikiltēs Transliteration C: poikiltis Beta Code: poikilth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, broiderer, pattern-weaver, Aeschin.1.97, Arist. Mete.375a27, LXXEx.28.6, BGU34 ii 24 (ii/iii A.D.), Chor.in Hermes 17.226, etc.:—fem. ποικῐλ-τρια, Str.17.1.36.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der bunt machende, mannichfaltig, kunstreich verzierende, bes. der bunte, gestickte Kleider machende, der Sticker; ἀνήρ, Aesch. 1, 97; Plut. Pericl. 12 u. a. Sp., wie LXX.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ouvrier brodeur.
Étymologie: ποικίλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.

Russian (Dvoretsky)

ποικιλτής: οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποικίλλων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς «κεντήματα», Αἰσχίν. 14. 4, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29, κτλ. ― θηλ. ποικίλτρια, Στράβων 17, 1, 36.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ ποικίλλω
τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ποικιλτής: -οῦ, ὁ (ποικίλλω), αυτός που εργάζεται στα κεντήματα, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ποικιλτής, οῦ, ὁ, ποικίλλω
a broiderer, Aeschin.