πολυέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s'enroule plusieurs fois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἑλίσσω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s'enroule plusieurs fois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἑλίσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυέλικτος:''' досл. весьма извилистый, перен. разнообразнейший ([[ἡδονή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυέλικτος:''' -ον, [[πολύ]] συσπειρωμένος, [[πολυέλικτος]] [[ἁδονά]], [[ευχαρίστηση]], [[ηδονή]] του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολυέλικτος:''' -ον, [[πολύ]] συσπειρωμένος, [[πολυέλικτος]] [[ἁδονά]], [[ευχαρίστηση]], [[ηδονή]] του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυέλικτος:''' досл. весьма извилистый, перен. разнообразнейший ([[ἡδονή]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-έλικτος, ον,<br />[[much]] convoluted, πολ. [[ἁδονά]] the [[pleasure]] of the [[mazy]] [[dance]], Eur.
|mdlsjtxt=πολυ-έλικτος, ον,<br />[[much]] convoluted, πολ. [[ἁδονά]] the [[pleasure]] of the [[mazy]] [[dance]], Eur.
}}
}}

Revision as of 23:47, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλικτος Medium diacritics: πολυέλικτος Low diacritics: πολυέλικτος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: polyéliktos Transliteration B: polyeliktos Transliteration C: polyeliktos Beta Code: polue/liktos

English (LSJ)

ον, A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13. II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.

German (Pape)

[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s'enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.

Russian (Dvoretsky)

πολυέλικτος: досл. весьма извилистый, перен. разнообразнейший (ἡδονή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(

Greek Monotonic

πολυέλικτος: -ον, πολύ συσπειρωμένος, πολυέλικτος ἁδονά, ευχαρίστηση, ηδονή του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολυ-έλικτος, ον,
much convoluted, πολ. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, Eur.