προσανάκλιμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />point d'appui.<br />'''Étymologie:''' [[προσανακλίνομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />point d'appui.<br />'''Étymologie:''' [[προσανακλίνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσανάκλῐμα''': τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
|elnltext=προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσανάκλῐμα:''' ατος τό подпора, опора Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσανάκλῐμα:''' τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται [[κάποιος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''προσανάκλῐμα:''' τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται [[κάποιος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσανάκλῐμα:''' ατος τό подпора, опора Anth.
|lstext='''προσανάκλῐμα''': τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
}}
{{elnl
|elnltext=προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,<br />that on [[which]] one leans, Anth.
|mdlsjtxt=προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,<br />that on [[which]] one leans, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάκλῐμα Medium diacritics: προσανάκλιμα Low diacritics: προσανάκλιμα Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΚΛΙΜΑ
Transliteration A: prosanáklima Transliteration B: prosanaklima Transliteration C: prosanaklima Beta Code: prosana/klima

English (LSJ)

ατος, τό, that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
point d'appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.

Russian (Dvoretsky)

προσανάκλῐμα: ατος τό подпора, опора Anth.

Greek Monolingual

-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

προσανάκλῐμα: τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.

Middle Liddell

προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,
that on which one leans, Anth.