προσπορπατός: Difference between revisions

From LSJ

Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoqueGold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz

Menander, Monostichoi, 538
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />fixé <i>litt.</i> agrafé contre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πορπάω]].
|btext=ή, όν :<br />fixé <i>litt.</i> agrafé contre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πορπάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσπορπᾱτός''': -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.
|elnltext=προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπορπᾱτός:''' [[пристегнутый]], [[привязанный]] (δεσμῷ Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσπορπᾱτός:''' [[пристегнутый]], [[привязанный]] (δεσμῷ Aesch.).
|lstext='''προσπορπᾱτός''': -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.
}}
{{elnl
|elnltext=προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-πορπᾱτός, ή, όν [[πορπάω]]<br />fastened on with a [[πόρπη]], pinned [[down]], Aesch.
|mdlsjtxt=προσ-πορπᾱτός, ή, όν [[πορπάω]]<br />fastened on with a [[πόρπη]], pinned [[down]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορπᾱτός Medium diacritics: προσπορπατός Low diacritics: προσπορπατός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΠΑΤΟΣ
Transliteration A: prosporpatós Transliteration B: prosporpatos Transliteration C: prosporpatos Beta Code: prosporpato/s

English (LSJ)

ή, όν, fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.

Russian (Dvoretsky)

προσπορπᾱτός: пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

προσπορπᾱτός: -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη, καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.

Middle Liddell

προσ-πορπᾱτός, ή, όν πορπάω
fastened on with a πόρπη, pinned down, Aesch.