πτολιπόρθιος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
|btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτολῐπόρθιος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.
|elnltext=πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.
}}
{{elru
|elrutext='''πτολῐπόρθιος:''' Hom. = [[πτολίπορθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πτολῐπόρθιος:''' -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πτολῐπόρθιος:''' -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτολῐπόρθιος:''' Hom. = [[πτολίπορθος]].
|lstext='''πτολῐπόρθιος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.
}}
{{elnl
|elnltext=πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτολῐ-πόρθιος, ον, = [[πτολίπορθος]], of [[Ulysses]], Od.]
|mdlsjtxt=πτολῐ-πόρθιος, ον, = [[πτολίπορθος]], of [[Ulysses]], Od.]
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθιος Medium diacritics: πτολιπόρθιος Low diacritics: πτολιπόρθιος Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΙΟΣ
Transliteration A: ptolipórthios Transliteration B: ptoliporthios Transliteration C: ptoliporthios Beta Code: ptolipo/rqios

English (LSJ)

ον, = πτολίπορθος (sacking cities, wasting cities), of Odysseus, Od. 9.504.

German (Pape)

[Seite 811] = πτολίπορθος, vom Odysseus, Od. 9, 504. 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθιος: Hom. = πτολίπορθος.

English (Autenrieth)

(πέρθω): sacker of cities, epithet of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).

Greek Monolingual

-ον, Α πτολίπορθος
πτολίπορθος.

Greek Monotonic

πτολῐπόρθιος: -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθιος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.

Middle Liddell

πτολῐ-πόρθιος, ον, = πτολίπορθος, of Ulysses, Od.]