σκηνογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />décorateur de théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />décorateur de théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[γράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκηνογράφος:''' (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκηνογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]]), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.
|lsmtext='''σκηνογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]]), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηνογράφος:''' (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκηνο-γρᾰ́φος, ὁ, [[γράφω]]<br />a [[scene]]-[[painter]].
|mdlsjtxt=σκηνο-γρᾰ́φος, ὁ, [[γράφω]]<br />a [[scene]]-[[painter]].
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνόγρᾰφος Medium diacritics: σκηνογράφος Low diacritics: σκηνογράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnográphos Transliteration B: skēnographos Transliteration C: skinografos Beta Code: skhno/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, scene-painter, D.L.2.125.

German (Pape)

[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

σκηνογράφος: (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].

Greek Monotonic

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.

Middle Liddell

σκηνο-γρᾰ́φος, ὁ, γράφω
a scene-painter.