3,253,894
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />sinuosité ; courbure.<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκολιότης -ητος, ἡ [σκολιός] kromheid, kromming. τῇ σκολιότητι τῆς καμπῆς door de gekromde vorm van het gebogen deel (van de specifieke vorm van een Parthische boog) Plut. Crass. 24.4. scheefheid, oneffenheid (van het onderlijf). Hp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκολιότης:''' ητος ἡ [[извилистость]], [[изогнутость]] (τῆς καμπῆς Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ. | |lsmtext='''σκολιότης:''' -ητος, ἡ, [[δυστροπία]], [[αδικία]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[διαστροφή]], σε Πλούτ.· στον πληθ. οι ελικοειδείς στροφές του ποταμού κ.λπ., σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκολιότης''': -ητος, ἡ, τὸ σκολιόν, ἡ [[κυρτότης]], τὸ λοξόν, σκ. καμπῆς, ἐπὶ τοῦ Παρθικοῦ τόξου, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἑλιγμοὶ ποταμοῦ, κτλ., Στράβ. 577. ΙΙ. μεταφορ., τὸ [[ἄνισον]], σκολιότητα ἔχειν, ἀνίσως προσβάλλομαι, Ἱππ. 400. 8. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων μὲ διεστραμμένον [[ἦθος]], [[ἀπιστία]], [[ἀδικία]], Ἑβδ. Ἰεζεκ. ΙϚ΄, 5). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκολιότης]], ητος, ἡ, [from [[σκολιός]]<br />crookedness, Plut.: in plural the windings of a [[stream]], etc., Strab. | |mdlsjtxt=[[σκολιότης]], ητος, ἡ, [from [[σκολιός]]<br />crookedness, Plut.: in plural the windings of a [[stream]], etc., Strab. | ||
}} | }} |