σοφισμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σόφισμα]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σόφισμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σοφισμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σόφισμα]], Λουκ. Παράσ. 43.
|elnltext=σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme.
}}
{{elru
|elrutext='''σοφισμάτιον:''' (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σοφισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[σόφισμα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σοφισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[σόφισμα]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σοφισμάτιον:''' (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.).
|lstext='''σοφισμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σόφισμα]], Λουκ. Παράσ. 43.
}}
{{elnl
|elnltext=σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σοφισμάτιον]], ου, τό, [from [[σοφίζω]]<br />Luc.
|mdlsjtxt=[[σοφισμάτιον]], ου, τό, [from [[σοφίζω]]<br />Luc.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφισμάτιον Medium diacritics: σοφισμάτιον Low diacritics: σοφισμάτιον Capitals: ΣΟΦΙΣΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: sophismátion Transliteration B: sophismation Transliteration C: sofismation Beta Code: sofisma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.

German (Pape)

[Seite 914] τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σόφισμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme.

Russian (Dvoretsky)

σοφισμάτιον: (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.).

Greek Monolingual

τὸ, Α σόφισμα, -ίσματος]
(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του σόφισμα.

Greek Monotonic

σοφισμάτιον: τό, υποκορ. του σόφισμα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σοφισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σόφισμα, Λουκ. Παράσ. 43.

Middle Liddell

σοφισμάτιον, ου, τό, [from σοφίζω
Luc.