σιδηρόσπαρτος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />engendré par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[σπαρτός]].
|btext=ος, ον :<br />engendré par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[σπαρτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόσπαρτος:''' [[причиненный железом]] (ножом) ([[πόνος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόσπαρτος:''' -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.
|lsmtext='''σῐδηρόσπαρτος:''' -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόσπαρτος:''' [[причиненный железом]] (ножом) ([[πόνος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρό-σπαρτος, ον,<br />[[sown]] or produced by [[iron]], Luc.
|mdlsjtxt=σῐδηρό-σπαρτος, ον,<br />[[sown]] or produced by [[iron]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόσπαρτος Medium diacritics: σιδηρόσπαρτος Low diacritics: σιδηρόσπαρτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: sidēróspartos Transliteration B: sidērospartos Transliteration C: sidirospartos Beta Code: sidhro/spartos

English (LSJ)

ον, sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.

German (Pape)

[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόσπαρτος: причиненный железом (ножом) (πόνος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.

Greek Monolingual

-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῖν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό-σπαρτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.

Middle Liddell

σῐδηρό-σπαρτος, ον,
sown or produced by iron, Luc.