συγκατεσθίω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> συγκατέδομαι, <i>ao.2</i> συγκατέφαγον, <i>pf.</i> συγκατεδήδοκα;<br />manger ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεσθίω]]. | |btext=<i>f.</i> συγκατέδομαι, <i>ao.2</i> συγκατέφαγον, <i>pf.</i> συγκατεδήδοκα;<br />manger ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεσθίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγ-κατεσθίω samen (met...) opeten, met acc. en dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκατεσθίω:''' (inf. aor. 2 [[συγκαταφαγεῖν]]) съедать вместе или сообща (ἀλλήλοις Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγκατεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, παρακ. <i>-εδήδοκα</i>, αόρ. αʹ <i>κατέφᾰγον</i>· [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συγκατεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, παρακ. <i>-εδήδοκα</i>, αόρ. αʹ <i>κατέφᾰγον</i>· [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκατεσθίω''': μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― [[κατεσθίω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor1 κατέφᾰγον<br />to eat up, [[devour]] with or [[together]], Plut. | |mdlsjtxt=fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor1 κατέφᾰγον<br />to eat up, [[devour]] with or [[together]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 2 October 2022
English (LSJ)
fut. -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι LXX Is.9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. Mis.338c:—eat up, devour with or together, Plu.l.c., Thes.22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. l.c.
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἐσθίω), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; συγκαταφαγεῖν, Thes. 22.
French (Bailly abrégé)
f. συγκατέδομαι, ao.2 συγκατέφαγον, pf. συγκατεδήδοκα;
manger ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατεσθίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατεσθίω samen (met...) opeten, met acc. en dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκατεσθίω: (inf. aor. 2 συγκαταφαγεῖν) съедать вместе или сообща (ἀλλήλοις Plut.).
Greek Monolingual
μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).
Greek Monotonic
συγκατεσθίω: μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. αʹ κατέφᾰγον· κατατρώγω, καταβροχθίζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατεσθίω: μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― κατεσθίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.
Middle Liddell
fut. -έδομαι perf. -εδήδοκα aor1 κατέφᾰγον
to eat up, devour with or together, Plut.