συγκαταδιώκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=poursuivre ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατά]], [[διώκω]].
|btext=poursuivre ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατά]], [[διώκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκαταδιώκω''': [[καταδιώκω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.
|elnltext=συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαταδιώκω:''' [[вместе преследовать]] (αἱ [[ναῦς]] ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκαταδιώκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδιώκω]] μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.
|lsmtext='''συγκαταδιώκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδιώκω]] μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκαταδιώκω:''' [[вместе преследовать]] (αἱ [[ναῦς]] ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).
|lstext='''συγκαταδιώκω''': [[καταδιώκω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[pursue]] with or [[together]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[pursue]] with or [[together]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:18, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταδῐώκω Medium diacritics: συγκαταδιώκω Low diacritics: συγκαταδιώκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΔΙΩΚΩ
Transliteration A: synkatadiṓkō Transliteration B: synkatadiōkō Transliteration C: sygkatadioko Beta Code: sugkatadiw/kw

English (LSJ)

pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.

French (Bailly abrégé)

poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταδιώκω: вместе преследовать (αἱ ναῦς ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).

Greek Monolingual

Α
καταδιώκω με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.

Middle Liddell

fut. ξω
to pursue with or together, Thuc.