συμμετίσχω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>c.</i> [[συμμετέχω]].
|btext=<i>c.</i> [[συμμετέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμετίσχω''': [[συμμετέχω]], τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.
|elnltext=συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμετίσχω:''' Soph. = [[συμμετέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμμετίσχω:''' = [[συμμετέχω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''συμμετίσχω:''' = [[συμμετέχω]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμετίσχω:''' Soph. = [[συμμετέχω]].
|lstext='''συμμετίσχω''': [[συμμετέχω]], τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.
}}
{{elnl
|elnltext=συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[συμμετέχω]], Soph.]
|mdlsjtxt== [[συμμετέχω]], Soph.]
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετίσχω Medium diacritics: συμμετίσχω Low diacritics: συμμετίσχω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΙΣΧΩ
Transliteration A: symmetíschō Transliteration B: symmetischō Transliteration C: symmetischo Beta Code: summeti/sxw

English (LSJ)

= συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.

German (Pape)

[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.

French (Bailly abrégé)

c. συμμετέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.

Russian (Dvoretsky)

συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.

Greek Monotonic

συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.

Middle Liddell

= συμμετέχω, Soph.]