συνδιανοέομαι: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οοῦμαι;<br />délibérer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διανοέομαι]]. | |btext=-οοῦμαι;<br />délibérer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διανοέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιανοέομαι:''' [[вместе обдумывать]], [[совещаться]] (τινι περί τινος Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιανοέομαι:''' αποθ., [[συσκέπτομαι]], [[διαβουλεύομαι]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συνδιανοέομαι:''' αποθ., [[συσκέπτομαι]], [[διαβουλεύομαι]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[deliberate]] with, τινι Polyb. | |mdlsjtxt=<br />Dep. to [[deliberate]] with, τινι Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν . . Id.31.12.7.
German (Pape)
[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-οοῦμαι;
délibérer avec.
Étymologie: σύν, διανοέομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνδιανοέομαι: вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.
Greek Monotonic
συνδιανοέομαι: αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.
Middle Liddell
Dep. to deliberate with, τινι Polyb.