συστράτηγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>c.</i> [[συστρατηγός]].
|btext=<i>c.</i> [[συστρατηγός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συστράτηγος''': ὁ, στρατηγῶν μετ’ ἄλλου, μετέχων τῆς στρατηγίας, Εὐρ. Φοίν. 745, Θουκ. 2. 58, Πλάτ., Ξεν., κλπ· θηλ. συστρατηγέτις, ιδος, Νικήτ. Χων. 1, σ. 13D.
|elnltext=συ-στράτηγος -ου, ὁ, Att. ook ξυστράτηγος mede-aanvoerder, medegeneraal.
}}
{{elru
|elrutext='''συστράτηγος:''' (ᾰ) товарищ или помощник командующего Eur., Thuc., Xen., Plat., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συστράτηγος:''' ὁ, [[στρατηγός]] μαζί με άλλους, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συστράτηγος:''' ὁ, [[στρατηγός]] μαζί με άλλους, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συστράτηγος:''' (ᾰ) товарищ или помощник командующего Eur., Thuc., Xen., Plat., Plut.
|lstext='''συστράτηγος''': ὁ, στρατηγῶν μετ’ ἄλλου, μετέχων τῆς στρατηγίας, Εὐρ. Φοίν. 745, Θουκ. 2. 58, Πλάτ., Ξεν., κλπ· θηλ. συστρατηγέτις, ιδος, Νικήτ. Χων. 1, σ. 13D.
}}
{{elnl
|elnltext=συ-στράτηγος -ου, , Att. ook ξυστράτηγος mede-aanvoerder, medegeneraal.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτηγος Medium diacritics: συστράτηγος Low diacritics: συστράτηγος Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: systrátēgos Transliteration B: systratēgos Transliteration C: systratigos Beta Code: sustra/thgos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ, fellow-general, E.Ph.745, Th.2.58, X.An.2.6.29, Μους. Σμυρν. 1878p.54 (Erythrae), etc.

German (Pape)

[Seite 1045] ὁ, Mitfeldherr, College des στρατηγός; Eur. Phoen. 745; Thuc. 2, 58; Xen. An. 2, 6, 29.

French (Bailly abrégé)

c. συστρατηγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στράτηγος -ου, ὁ, Att. ook ξυστράτηγος mede-aanvoerder, medegeneraal.

Russian (Dvoretsky)

συστράτηγος: (ᾰ) ὁ товарищ или помощник командующего Eur., Thuc., Xen., Plat., Plut.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συστρατηγέτις, -ιδος, Μ
αυτός που είναι μαζί με άλλον στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατηγός.

Greek Monotonic

συστράτηγος: ὁ, στρατηγός μαζί με άλλους, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συστράτηγος: ὁ, ὁ στρατηγῶν μετ’ ἄλλου, μετέχων τῆς στρατηγίας, Εὐρ. Φοίν. 745, Θουκ. 2. 58, Πλάτ., Ξεν., κλπ· θηλ. συστρατηγέτις, ιδος, Νικήτ. Χων. 1, σ. 13D.

Middle Liddell

συ-στράτηγος, ὁ,
a joint-commander, Eur., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

fellow general, fellow-commander

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)