σύμπλοος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />qui navigue ensemble ; ὁ [[σύμπλους]] compagnon de traversée ; <i>p. ext.</i> compagnon qui s'associe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συμπλέω]]. | |btext=οος, οον;<br />qui navigue ensemble ; ὁ [[σύμπλους]] compagnon de traversée ; <i>p. ext.</i> compagnon qui s'associe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συμπλέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμπλοος -ον, contr. σύμπλους -πλουν, Att. ook ξύμπλους [συμπλέω] meevarend; met dat. met iem.. Eur. Hel. 1207. overdr. deelgenoot in, met gen.. Soph. Ant. 541. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμπλοος:''' стяж. [[σύμπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[спутник по морскому путешествию]], [[попутчик]] Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[сотоварищ]], [[соучастник]]: ξύμπλουν ἑαυτὸν τοῦ πάθους ποιεῖσθαι Soph. разделять (чьи-л.) страдания. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i> ([[συμπλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πλέει, που ταξιδεύει με κάποιον στο ίδιο [[πλοίο]], ντροφος στο [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ.· ποιητ., λέγεται για πλοία, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέταιρος]] ή [[σύντροφος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''σύμπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i> ([[συμπλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πλέει, που ταξιδεύει με κάποιον στο ίδιο [[πλοίο]], ντροφος στο [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ.· ποιητ., λέγεται για πλοία, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέταιρος]] ή [[σύντροφος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, contr. σύμπλους, ουν, (πλέω) A sailing with one in a ship, shipmate, Hdt.2.115, 3.41, Ephor.27J., Plu.2.148a; τινι E.Hel. 1207, Antipho 5.21, etc.; σύμπλοι ἢ συστρατιῶται Pl.R.556c; poet. of ships, ναῦς σ. εἰς ἄγρην AP7.381 (Etrusc.), cf. 585 (Jul.). 2 metaph., partner or comrade in a thing, πάθους S.Ant.541.
German (Pape)
[Seite 988] zsgzgn σύμπλους, mit zu Schiffe fahrend, Schiffsgenosse; Her. 2, 115. 3, 41; Antiphil. 5, 21; ἢ ξύμπλοι γιγνόμενοι ἢ ξυστρατιῶται Plat. Rep. VIII, 556 c; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A. – Übertr., Gefährte, Theilnehmer, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Soph. Ant. 537, u. Eur.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui navigue ensemble ; ὁ σύμπλους compagnon de traversée ; p. ext. compagnon qui s'associe à, gén..
Étymologie: συμπλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπλοος -ον, contr. σύμπλους -πλουν, Att. ook ξύμπλους [συμπλέω] meevarend; met dat. met iem.. Eur. Hel. 1207. overdr. deelgenoot in, met gen.. Soph. Ant. 541.
Russian (Dvoretsky)
σύμπλοος: стяж. σύμπλους ὁ
1) спутник по морскому путешествию, попутчик Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;
2) сотоварищ, соучастник: ξύμπλουν ἑαυτὸν τοῦ πάθους ποιεῖσθαι Soph. разделять (чьи-л.) страдания.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν· (πλέω)· ― ὁ ὁμοῦ μετά τινος πλέων ἔν τινι πλοίῳ, Ἡρόδ. 2. 115., 3. 41· τινι Εὐρ. Ἑλ. 1207, Ἀντιφῶν 132. 2, κτλ.· ξύμπλοι ἢ ξυστρατιῶται Πλάτ. Πολ. 556C· ― ποιητ· ἐπὶ πλοίων, ναῦς σ. εἰς ἄγρην Ἀνθ. Π. 7. 381, πρβλ. 585. 2) μεταφ., μέτοχος ἢ σύντροφος εἴς τι, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Σοφ. Ἀντ. 541.
Greek Monotonic
σύμπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (συμπλέω)·
1. αυτός που πλέει, που ταξιδεύει με κάποιον στο ίδιο πλοίο, ντροφος στο πλοίο, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ.· ποιητ., λέγεται για πλοία, σε Ανθ.
2. συνέταιρος ή σύντροφος σε κάτι, με γεν., σε Σοφ.