σύρφαξ: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ακος (ὁ) :<br />tas d'immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />tas d'immondices ; <i>fig.</i> ramassis de gens, populace.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύρφαξ''': -ᾱκος, ὁ, = [[συρφετός]] Ι. 1, Ἀριστοφ. Σφ. 678, Λουκ. Λεξιφ. 4, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ. = [[συρφετώδης]], Σουΐδ.
|elnltext=σύρφᾱξ -ᾱκος, ὁ [~ σύρω] gepeupel.
}}
{{elru
|elrutext='''σύρφαξ:''' ᾱκος ὁ досл. куча мусора, свалка, перен. подонки, сброд, отребье Arph., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύρφαξ:''' -ᾱκος, ὁ, = [[συρφετός]] 1, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σύρφαξ:''' -ᾱκος, ὁ, = [[συρφετός]] 1, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύρφαξ:''' ᾱκος ὁ досл. куча мусора, свалка, перен. подонки, сброд, отребье Arph., Luc.
|lstext='''σύρφαξ''': -ᾱκος, , = [[συρφετός]] Ι. 1, Ἀριστοφ. Σφ. 678, Λουκ. Λεξιφ. 4, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ. = [[συρφετώδης]], Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύρφᾱξ -ᾱκος, ὁ [~ σύρω] gepeupel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύρφαξ]], ᾱκος, = [[συρφετός]] 1, Ar.]
|mdlsjtxt=[[σύρφαξ]], ᾱκος, = [[συρφετός]] 1, Ar.]
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρφαξ Medium diacritics: σύρφαξ Low diacritics: σύρφαξ Capitals: ΣΥΡΦΑΞ
Transliteration A: sýrphax Transliteration B: syrphax Transliteration C: syrfaks Beta Code: su/rfac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, A = συρφετός 2a, Ar.V.673 (anap.), Luc.Lex.4, etc. II as adjective, = συρφετώδης, δῆμος Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 1041] ακος, ὁ, 1) = συρφετός, σύρφος; Ar. Vesp. 673 τὸν μὲν σύρφακα τὸν ἄλλον ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον, nach Schol. τὸ ἱκανὸν πλῆθος τῶν δικαστῶν, τὸν ὀχλώδη καὶ συρφετώδη, ἐξ εὐτελῶν τρεφόμενον. Vgl. Luc. Leziph. 4 Iov. Trag. 53. – 2) als adj. = συρφετώδης, Suid.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
tas d'immondices ; fig. ramassis de gens, populace.
Étymologie: σύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύρφᾱξ -ᾱκος, ὁ [~ σύρω] gepeupel.

Russian (Dvoretsky)

σύρφαξ: ᾱκος ὁ досл. куча мусора, свалка, перен. подонки, сброд, отребье Arph., Luc.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
1. το ατάκτως συναθροιζόμενο πλήθος, ο συρφετός
2. ως επίθ. συρφετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω, με δασύ χειλικό ένθημα -φ- + επίθημα -αξ].

Greek Monotonic

σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός 1, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός Ι. 1, Ἀριστοφ. Σφ. 678, Λουκ. Λεξιφ. 4, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ. = συρφετώδης, Σουΐδ.

Middle Liddell

σύρφαξ, ᾱκος, = συρφετός 1, Ar.]