συνθηρατής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[συνθηράω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[συνθηράω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
|elnltext=συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθηρᾱτής:''' οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν [[φίλων]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνθηρᾱτής:''' οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν [[φίλων]] Xen.).
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,<br />one who joins in [[quest]] of, τινός Xen. [from [[συνθηράω]]
|mdlsjtxt=συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,<br />one who joins in [[quest]] of, τινός Xen. [from [[συνθηράω]]
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηρᾱτής Medium diacritics: συνθηρατής Low diacritics: συνθηρατής Capitals: ΣΥΝΘΗΡΑΤΗΣ
Transliteration A: synthēratḗs Transliteration B: synthēratēs Transliteration C: synthiratis Beta Code: sunqhrath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who joins in quest of, τῶν φίλων X.Mem.3.11.15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de chasse.
Étymologie: συνθηράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.

Russian (Dvoretsky)

συνθηρᾱτής: οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν φίλων Xen.).

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρῶ
αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει μέρος από κοινού με άλλους στο κυνήγι, τινός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.

Middle Liddell

συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,
one who joins in quest of, τινός Xen. [from συνθηράω