ταλασιουργός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille <i>ou</i> qui file la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασία]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />qui travaille <i>ou</i> qui file la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασία]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλᾰσῐουργός:''' [[прядущий шерсть]] ([[γυνή]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλᾰσιουργός:''' ὁ, ἡ (*[[ἔργω]]), αυτός που κλώθει, που κατεργάζεται [[μαλλί]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''τᾰλᾰσιουργός:''' ὁ, ἡ (*[[ἔργω]]), αυτός που κλώθει, που κατεργάζεται [[μαλλί]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλᾰσῐουργός:''' [[прядущий шерсть]] ([[γυνή]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:59, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργός Medium diacritics: ταλασιουργός Low diacritics: ταλασιουργός Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: talasiourgós Transliteration B: talasiourgos Transliteration C: talasiourgos Beta Code: talasiourgo/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, wool-spinner, Id.Ion540c, Trypho ap.Ath.14.618d.

German (Pape)

[Seite 1065] Wolle bearbeitend, spinnend; γυνή Plat. Ion 540 c; ὁ ταλασιουργός, der Wollspinner.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille ou qui file la laine.
Étymologie: ταλασία, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσῐουργός: прядущий шерсть (γυνή Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ, (*ἔργω) ὁ ταλασιουργῶν, ὁ κλώθων ἔρια, κατεργαζόμενος αὐτά, Πλάτ. Ἴων 540C, Ἀθήν. 618D.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που ασχολείται με την ταλασιουργία, δηλαδή την κατεργασία του μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + -ουργός (< έργον), πρβλ. ιστουργός].

Greek Monotonic

τᾰλᾰσιουργός: ὁ, ἡ (*ἔργω), αυτός που κλώθει, που κατεργάζεται μαλλί, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τᾰλᾰσι-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a wool-spinner, Plat.

English (Woodhouse)

spinner of wool

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)