τανύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux larges flancs, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλευρά]].
|btext=ος, ον :<br />aux larges flancs, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πλευρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπλευρος:''' широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύπλευρος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]], [[πλευρά]]), αυτός που έχει [[μακριά]] σε [[μήκος]] [[πλευρά]], [[πελώριος]], [[μέγιστος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰνύπλευρος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]], [[πλευρά]]), αυτός που έχει [[μακριά]] σε [[μήκος]] [[πλευρά]], [[πελώριος]], [[μέγιστος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπλευρος:''' широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰνύ-˘πλευρος, ον, [[τανύω]], [[πλευρά]]<br />[[long]]-[[sided]], [[enormous]], Anth.
|mdlsjtxt=τᾰνύ-˘πλευρος, ον, [[τανύω]], [[πλευρά]]<br />[[long]]-[[sided]], [[enormous]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλευρος Medium diacritics: τανύπλευρος Low diacritics: τανύπλευρος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýpleuros Transliteration B: tanypleuros Transliteration C: tanyplevros Beta Code: tanu/pleuros

English (LSJ)

ον, long-sided, enormous, πέτροι AP9.656.

German (Pape)

[Seite 1067] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux larges flancs, énorme.
Étymologie: τανύω, πλευρά.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύπλευρος: широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, πελώριος, μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος].

Greek Monotonic

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰνύ-˘πλευρος, ον, τανύω, πλευρά
long-sided, enormous, Anth.