τετράκερως: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à quatre cornes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κέρας]].
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à quatre cornes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κέρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράκερως:''' 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράκερως:''' -ων ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα, σε Ανθ.
|lsmtext='''τετράκερως:''' -ων ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[τέσσερα]] κέρατα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράκερως:''' 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-κερως, ων, [[κέρας]]<br />[[four]]-[[horned]], Anth.
|mdlsjtxt=τετρά-κερως, ων, [[κέρας]]<br />[[four]]-[[horned]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκερως Medium diacritics: τετράκερως Low diacritics: τετράκερως Capitals: ΤΕΤΡΑΚΕΡΩΣ
Transliteration A: tetrákerōs Transliteration B: tetrakerōs Transliteration C: tetrakeros Beta Code: tetra/kerws

English (LSJ)

ων, = τετρακέρατος, four-horned, ἔλαφος App.Anth.1.95; ὄϊς Opp.C.2.378.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Hörnern; ἔλαφος, Ep. ad. 166 a (App. 319); Opp. Cyn. 2, 378.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à quatre cornes.
Étymologie: τέσσαρες, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

τετράκερως: 2, gen. ωτος (ᾰ) четырехрогий (ἕλαφος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράκερως: -ων, ὁ ἔχων τέσσαρα κέρατα, ἔλαφος Ἀνθ. Π. παράρτ. 319· ὄϊς Ὀππ. Κυν. 2. 378.

Greek Monolingual

ο / τετράκερως, -ων, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τετράκερως
ζωολ. γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό ζεύγος είναι μικρότερο
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, τετρακέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μονό-κερως].

Greek Monotonic

τετράκερως: -ων (κέρας), αυτός που έχει τέσσερα κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τετρά-κερως, ων, κέρας
four-horned, Anth.