ταλαπενθής: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui supporte une affliction, qui est dans le deuil.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[πένθος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui supporte une affliction, qui est dans le deuil.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[πένθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰλᾰπενθής:''' [[исстрадавшийся]], [[удрученный горем]] ([[θυμός]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰλᾰπενθής:''' -ές (*[[τλάω]], [[πένθος]]), [[υπομονετικός]] στον πόνο, αυτός που αντέχει στη [[δυστυχία]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''τᾰλᾰπενθής:''' -ές (*[[τλάω]], [[πένθος]]), [[υπομονετικός]] στον πόνο, αυτός που αντέχει στη [[δυστυχία]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τᾰλᾰ-πενθής, ές [*[[τλάω]], [[πένθος]]<br />[[patient]] in woe, Od. | |mdlsjtxt=τᾰλᾰ-πενθής, ές [*[[τλάω]], [[πένθος]]<br />[[patient]] in woe, Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A bearing great griefs, patient in woe, θυμός Od. 5.222; of persons, φωτός B.5.157. 2 of things, toilsome, ὑσμῖναι Panyas.12.5; woeful, ἀγγελία B.15.26.
German (Pape)
[Seite 1065] ές, Trauer, Leiden duldend, duldsam, ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν, Od. 5, 222. – Bei Panyasis 1, 5 ὑσμῖναι.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui supporte une affliction, qui est dans le deuil.
Étymologie: τλάω, πένθος.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰπενθής: исстрадавшийся, удрученный горем (θυμός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰπενθής: -ές, (*τλάω) ὁ πολλὰς θλίψεις ὑποφέρων, ὑπομενητικὸς ἐν δυστυχίᾳ, θυμὸς Ὀδ. Ε. 222. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, πλήρης μόχθων, ὑσμῖναι Πανύασ. 1. 5.
English (Autenrieth)
ές (πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός
2. κοπιώδης, κοπιαστικός
3. θλιβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].
Greek Monotonic
τᾰλᾰπενθής: -ές (*τλάω, πένθος), υπομονετικός στον πόνο, αυτός που αντέχει στη δυστυχία, σε Ομήρ. Οδ.