τετράμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme la quatrième partie, le quart.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui forme la quatrième partie, le quart.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[μοῖρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράμοιρος:''' [[составляющий четвертую часть]] (τ. νυκτὸς [[φυλακή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράμοιρος:''' [ᾰ], -ον ([[μοῖρα]]), [[τετραπλάσιος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τετράμοιρος:''' [ᾰ], -ον ([[μοῖρα]]), [[τετραπλάσιος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράμοιρος:''' [[составляющий четвертую часть]] (τ. νυκτὸς [[φυλακή]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-˘μοιρος, ον, [[μοῖρα]]<br />fourfold, Eur.
|mdlsjtxt=τετρά-˘μοιρος, ον, [[μοῖρα]]<br />fourfold, Eur.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρος Medium diacritics: τετράμοιρος Low diacritics: τετράμοιρος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: tetrámoiros Transliteration B: tetramoiros Transliteration C: tetramoiros Beta Code: tetra/moiros

English (LSJ)

ον, fourfold, τ. νυκτὸς φυλακή E.Rh.5 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1098] viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme la quatrième partie, le quart.
Étymologie: τέσσαρες, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

τετράμοιρος: составляющий четвертую часть (τ. νυκτὸς φυλακή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον, ὁ τῆς τετάρτης μοίρας, οἵ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν πάσης στρατιᾶς προκάθηνται, «οἱ τετάρτην μοῖραν φρουροῦντες» (Σχόλ.), Εὐρ. Ρῆσ. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά-μοιρος].

Greek Monotonic

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον (μοῖρα), τετραπλάσιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

τετρά-˘μοιρος, ον, μοῖρα
fourfold, Eur.