τρυγηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des récoltes, du vin.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit des récoltes, du vin.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠγηφόρος:''' [[приносящий плоды или урожайный]] ([[αἶα]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῠγηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει καρπούς, [[ιδίως]] σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''τρῠγηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει καρπούς, [[ιδίως]] σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠγηφόρος:''' [[приносящий плоды или урожайный]] ([[αἶα]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῠγη-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] fruits, esp. [[wine]], Hhymn.
|mdlsjtxt=τρῠγη-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] fruits, esp. [[wine]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφόρος Medium diacritics: τρυγηφόρος Low diacritics: τρυγηφόρος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: trygēphóros Transliteration B: trygēphoros Transliteration C: trygiforos Beta Code: trughfo/ros

English (LSJ)

ον, bearing corn or grapes, h.Ap. 529.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφόρος: приносящий плоды или урожайный (αἶα HH).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

τρῠγηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

τρῠγη-φόρος, ον, φέρω
bearing fruits, esp. wine, Hhymn.