φιλοποίμνιος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ami des troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ποίμνιον]].
|btext=ος, ον :<br />ami des troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ποίμνιον]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοποίμνιος:''' любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо ([[κύων]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοποίμνιος:''' -ον ([[ποίμνη]]), αυτός που αγαπά το [[ποίμνιο]] ([[πλήθος]] πιστών), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''φῐλοποίμνιος:''' -ον ([[ποίμνη]]), αυτός που αγαπά το [[ποίμνιο]] ([[πλήθος]] πιστών), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοποίμνιος:''' любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо ([[κύων]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-[[ποίμνιος]], ον, [[ποίμνη]]<br />[[loving]] the [[flock]], Theocr.
|mdlsjtxt=φῐλο-[[ποίμνιος]], ον, [[ποίμνη]]<br />[[loving]] the [[flock]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 16:36, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.

Russian (Dvoretsky)

φιλοποίμνιος: любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо (κύων Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].

Greek Monotonic

φῐλοποίμνιος: -ον (ποίμνη), αυτός που αγαπά το ποίμνιο (πλήθος πιστών), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φῐλο-ποίμνιος, ον, ποίμνη
loving the flock, Theocr.