φιλοκυδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui aime la gloire, le bruit.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κῦδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui aime la gloire, le bruit.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κῦδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκῡδής:''' любящий славу или пышность, т. е. роскошный ([[ἥβη]], [[κῶμος]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκῡδής:''' -ές ([[κῦδος]]), αυτός που αγαπά τη [[δόξα]] ή τη [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''φῐλοκῡδής:''' -ές ([[κῦδος]]), αυτός που αγαπά τη [[δόξα]] ή τη [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκῡδής:''' любящий славу или пышность, т. е. роскошный ([[ἥβη]], [[κῶμος]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-κῡδής, ές [[κῦδος]]<br />[[loving]] [[glory]], Hhymn.
|mdlsjtxt=φῐλο-κῡδής, ές [[κῦδος]]<br />[[loving]] [[glory]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκῡδής Medium diacritics: φιλοκυδής Low diacritics: φιλοκυδής Capitals: ΦΙΛΟΚΥΔΗΣ
Transliteration A: philokydḗs Transliteration B: philokydēs Transliteration C: filokydis Beta Code: filokudh/s

English (LSJ)

ές, loving glory, glorious, ἥβη, κῶμος, h.Merc.375,481.

German (Pape)

[Seite 1281] ές, Ruhm u. Ehre liebend, Herrlichkeit u. Freude liebend, ἥβη, κῶμος, H. h. Merc. 375. 481.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la gloire, le bruit.
Étymologie: φίλος, κῦδος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκῡδής: любящий славу или пышность, т. е. роскошный (ἥβη, κῶμος HH).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκῡδής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τό κῦδος, τὴν δόξαν ἢ φήμην, ἥβη, κῶμος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 375, 481.

Greek Monolingual

-ές, Α
φιλόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κυδής (< κῦδος, τὸ «φήμη, δόξα»), πρβλ. ἐρι-κυδής].

Greek Monotonic

φῐλοκῡδής: -ές (κῦδος), αυτός που αγαπά τη δόξα ή τη μεγαλοπρέπεια, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

φῐλο-κῡδής, ές κῦδος
loving glory, Hhymn.