φιλοκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]].
|btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκαμπής:''' [[легко сгибаемый или согнутый]] ([[κίρκος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκαμπής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[κάμπτω]]), αυτός που κάμπτεται εύκολα, [[λυγερός]], [[εύκαμπτος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλοκαμπής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[κάμπτω]]), αυτός που κάμπτεται εύκολα, [[λυγερός]], [[εύκαμπτος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκαμπής:''' [[легко сгибаемый или согнутый]] ([[κίρκος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[easily]] bending, [[lithe]], Anth.
|mdlsjtxt=φῐλο-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[easily]] bending, [[lithe]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:39, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκαμπής Medium diacritics: φιλοκαμπής Low diacritics: φιλοκαμπής Capitals: ΦΙΛΟΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: philokampḗs Transliteration B: philokampēs Transliteration C: filokampis Beta Code: filokamph/s

English (LSJ)

ές, easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκαμπής: легко сгибаемый или согнутый (κίρκος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ-καμπής].

Greek Monotonic

φῐλοκαμπής: -ές, γεν. -έος (κάμπτω), αυτός που κάμπτεται εύκολα, λυγερός, εύκαμπτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλο-καμπής, ές κάμπτω
easily bending, lithe, Anth.