Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμβοχόος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />qui verse des libations sur un tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[χέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui verse des libations sur un tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[χέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τυμβοχόος''': -ον, (χέω), χέων [[χῶμα]] ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, [[νεκροθάπτης]], Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.
|elnltext=τυμβοχόος -ον [τύμβος, χέω] een grafheuvel bouwend.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβοχόος:''' <b class="num">II</b> могильщик Anth.<br />насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния (χειρώματα Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τυμβοχόος:''' -ον ([[χέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρίχνει [[χώμα]] πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τυμβοχόα χειρώματα</i>, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τυμβοχόος:''' -ον ([[χέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρίχνει [[χώμα]] πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τυμβοχόα χειρώματα</i>, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τυμβοχόος:''' <b class="num">II</b> могильщик Anth.<br />насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния (χειρώματα Aesch.).
|lstext='''τυμβοχόος''': -ον, (χέω), χέων [[χῶμα]] ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, [[νεκροθάπτης]], Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=τυμβοχόος -ον [τύμβος, χέω] een grafheuvel bouwend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυμβο-[[χόος]], ον, [χέω]<br /><b class="num">I.</b> throwing up a [[cairn]] or [[barrow]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> τ. χειρώματα cairns thrown up by [[work]] of [[hand]], Aesch.
|mdlsjtxt=τυμβο-[[χόος]], ον, [χέω]<br /><b class="num">I.</b> throwing up a [[cairn]] or [[barrow]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> τ. χειρώματα cairns thrown up by [[work]] of [[hand]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοχόος Medium diacritics: τυμβοχόος Low diacritics: τυμβοχόος Capitals: ΤΥΜΒΟΧΟΟΣ
Transliteration A: tymbochóos Transliteration B: tymbochoos Transliteration C: tymvochoos Beta Code: tumboxo/os

English (LSJ)

ον, (χέω) throwing up a cairn or barrow: τ. χειρώματα burial-cairns thrown up by work of hand, A.Th.1027.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui verse des libations sur un tombeau.
Étymologie: τύμβος, χέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβοχόος -ον [τύμβος, χέω] een grafheuvel bouwend.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόος: II ὁ могильщик Anth.
насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния (χειρώματα Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι
οι νεκροθάφτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -χόος (< χέω), πρβλ. οἰνοχόος.

Greek Monotonic

τυμβοχόος: -ον (χέω
I. αυτός που ρίχνει χώμα πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.
II. τυμβοχόα χειρώματα, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόος: -ον, (χέω), ὁ χέων χῶμα ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, νεκροθάπτης, Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

τυμβο-χόος, ον, [χέω]
I. throwing up a cairn or barrow, Anth.
II. τ. χειρώματα cairns thrown up by work of hand, Aesch.