ἀκριτόφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mêlé confusément.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[φύρω]].
|btext=ος, ον :<br />mêlé confusément.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[φύρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' [[перемешанный]], [[представляющий беспорядочную груду]] (γᾶς [[δόσις]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, [[μικτός]], ανακατεμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, [[μικτός]], ανακατεμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' [[перемешанный]], [[представляющий беспорядочную груду]] (γᾶς [[δόσις]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φύρω]]<br />undistinguishably [[mixed]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[φύρω]]<br />undistinguishably [[mixed]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόφυρτος Medium diacritics: ἀκριτόφυρτος Low diacritics: ακριτόφυρτος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: akritóphyrtos Transliteration B: akritophyrtos Transliteration C: akritofyrtos Beta Code: a)krito/furtos

English (LSJ)

ον, undistinguishably mixed, A. Th.360.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόφυρτος) -ον
que está en varia mezcla, mezclado de manera indistinguible γᾶς δόσις A.Th.360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé confusément.
Étymologie: ἄκριτος, φύρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐτόφυρτος: перемешанный, представляющий беспорядочную груду (γᾶς δόσις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόφυρτος: -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.

Greek Monolingual

ἀκριτόφυρτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει κανείς, επειδή εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυρτος < φύρω.

Greek Monotonic

ἀκρῐτόφυρτος: -ον (φύρω), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, μικτός, ανακατεμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φύρω
undistinguishably mixed, Aesch.