ἀμέτοχος: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui ne participe pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μετέχω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui ne participe pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μετέχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμέτοχος:''' [[не принимающий участия]], [[непричастный]], [[чуждый]] (τινος Thuc., Plut., Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀμέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μετέχω]]<br />having no [[share]] of a [[thing]], c. gen., Thuc. | |mdlsjtxt=[[μετέχω]]<br />having no [[share]] of a [[thing]], c. gen., Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, having no share of, free from, ἐγκλημάτων interp. in Th.1.39; ἀγαθῶν Epicur.Fr.364; ἀρετῆς, κακίας Stoic.3.90, cf. S.E.M.7.93; Αἰὼν μεταβολῆς ἀ. SIG1125.11 (Eleusis), cf. Ph.1.17, Hierocl.p.33.7A., Alex. Aphr.in Metaph.644.12, Dsc.5.87; ἀ. ὕλης οὐσία Plot.3.5.2; πολλὰ ἑνὸς ἀ. Procl. in Prm.p.559S.; without gen., Phld.Ir.p.63W.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no participa de c. gen. (ἄτομος) ἀ. κενοῦ Epicur.Fr.[153], θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ. Epicur.Fr.364U., πάσης ... κακίας Chrysipp.Stoic.3.90, μεταβολῆς IG 22.4705.11 (Eleusis I a.C.), γεώδους οὐσίας ἀ. (ἄνθρωπος) Ph.1.49, ἄμμου ἢ ψαφαρίας Dsc.1.97, ἁλυκότητος Dsc.5.87, τῆς τούτου δυνάμεως S.E.M.7.93, πάσης φωνῆς Hierocl.p.33, ψυχῆς Hierocl.p.53, εὐδαιμονίας Max.Tyr.37.8, ὕλης Plot.3.5.2, τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦ Alex.Aphr.in Metaph.644.12, ἑνός Procl.in Prm.725.30, τῆς ζωῆς de la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.Ac.M.85A.561B
•abs., Phld.Ir.63.
2 adv. -ως sin complicidad Eust.1946.32.
German (Pape)
[Seite 123] nicht Theil habend, Thuc. 1, 39 ἐγκλημάτων; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne participe pas à, gén..
Étymologie: ἀ, μετέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέτοχος: не принимающий участия, непричастный, чуждый (τινος Thuc., Plut., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέτοχος: -ον, ὁ μὴ λαμβάνων ἢ ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ἐγκλημάτων Θουκ. 1. 39 (ἂν καὶ αἱ λέξεις εἶναι πιθανῶς νόθοι, ἀλλὰ πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 93).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέτοχος, -ον) μετέχω
αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε κάτι, ξένος, άσχετος.
Greek Monotonic
ἀμέτοχος: -ον (μετέχω), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Θουκ.