ἀναμάξευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />impraticable aux voitures.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαξεύω]].
|btext=ος, ον :<br />impraticable aux voitures.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαξεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμάξευτος:''' [[непроезжий]] (sc. [[χώρα]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀναμάξευτος:''' -ον ([[ἁμαξεύω]]), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, [[αδιάβατος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμάξευτος:''' [[непроезжий]] (sc. [[χώρα]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἁμαξεύω]]<br />[[impassable]] for wagons, Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἁμαξεύω]]<br />[[impassable]] for wagons, Hdt.
}}
}}

Revision as of 17:47, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμάξευτος Medium diacritics: ἀναμάξευτος Low diacritics: αναμάξευτος Capitals: ΑΝΑΜΑΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anamáxeutos Transliteration B: anamaxeutos Transliteration C: anamakseftos Beta Code: a)nama/ceutos

English (LSJ)

ον, impassable for wagons, Hdt.2.108.

Spanish (DGE)

-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.

German (Pape)

[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: , ἁμαξεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμάξευτος: непроезжий (sc. χώρα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.

Greek Monolingual

ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.

Greek Monotonic

ἀναμάξευτος: -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἁμαξεύω
impassable for wagons, Hdt.