Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνοίκτιστος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’inspire pas de pitié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκτίζω]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’inspire pas de pitié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἰκτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοίκτιστος:''' [[не вызывающий жалости]], [[неоплаканный]] ([[οὔνομα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοίκτιστος:''' -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνοίκτιστος:''' -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοίκτιστος:''' [[не вызывающий жалости]], [[неоплаканный]] ([[οὔνομα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[unpitied]], [[unmourned]], Anth.
|mdlsjtxt=[[unpitied]], [[unmourned]], Anth.
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίκτιστος Medium diacritics: ἀνοίκτιστος Low diacritics: ανοίκτιστος Capitals: ΑΝΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anoíktistos Transliteration B: anoiktistos Transliteration C: anoiktistos Beta Code: a)noi/ktistos

English (LSJ)

ον, A unmourned, σῶμα [Arist.] Pepl.28. II Act., pitiless, Περσεφόνης θάλαμοι IG2.3765 (Supp.p.283). Adv. -τως Antipho 1.25.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido llorado οὔνομα Arist.Pepl.28.2.
2 adv. -ως implacablemente ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμους IG 22.11594.7 (IV a.C.), κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσεν Antipho 1.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’inspire pas de pitié.
Étymologie: , οἰκτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοίκτιστος: не вызывающий жалости, неоплаканный (οὔνομα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίκτιστος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, οὔνομα Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνηλεής· οὕτως ἐπίρρ. -τως, ἄνευ οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.

Greek Monolingual

ἀνοίκτιστος, -ον (Α)
1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν
2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)].

Greek Monotonic

ἀνοίκτιστος: -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.

Middle Liddell

unpitied, unmourned, Anth.