ἀνθοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀνθώπλισα, <i>pf. Pass.</i> ἀνθώπλισμαι;<br />armer de son côté;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνθοπλίζομαι s'armer de son côté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὁπλίζω]].
|btext=<i>ao.</i> ἀνθώπλισα, <i>pf. Pass.</i> ἀνθώπλισμαι;<br />armer de son côté;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνθοπλίζομαι s'armer de son côté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὁπλίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοπλίζω:''' вооружать против, med.-pass. выступать с оружием (ἱππεῦσι ἱππῆς ἀνθωπλισμένοι Eur.; ἀνθωπλίσθαι πρὸς τὰ [[πολέμια]] πλοῖα Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθοπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[οπλίζω]] [[εναντίον]] — Παθ., παρατάσσομαι ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Ευρ. — Μέσ., οπλίζομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνθοπλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[οπλίζω]] [[εναντίον]] — Παθ., παρατάσσομαι ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Ευρ. — Μέσ., οπλίζομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθοπλίζω:''' вооружать против, med.-pass. выступать с оружием (ἱππεῦσι ἱππῆς ἀνθωπλισμένοι Eur.; ἀνθωπλίσθαι πρὸς τὰ [[πολέμια]] πλοῖα Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to arm [[against]]: Pass. to be arrayed [[against]], τινί Eur.:—Mid. to arm [[oneself]], Xen.
|mdlsjtxt=<br />to arm [[against]]: Pass. to be arrayed [[against]], τινί Eur.:—Mid. to arm [[oneself]], Xen.
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοπλίζω Medium diacritics: ἀνθοπλίζω Low diacritics: ανθοπλίζω Capitals: ΑΝΘΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: anthoplízō Transliteration B: anthoplizō Transliteration C: anthoplizo Beta Code: a)nqopli/zw

English (LSJ)

arm against, ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι E. Supp.666; ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12:—Med., arm oneself, Id.HG6.5.7.

Spanish (DGE)

1 en v. med. armarse a su vez καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο X.HG 6.5.7, ὁπλιζομένων ἀνθωπλίζοντο Polyaen.1.14
perf. estar armado contra o frente a ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι jinetes frente a jinetes estaban armados E.Supp.666, ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12.
2 en v. act. armar a su vez, oponer fig. τὸν Μωσέα τῷ Παύλῳ Isid.Pel.Ep.M.78.801B, δᾷδας ἐκεῖνοι τῷ τῆς νυκτὸς ἀνθοπλίζουσι σκότῳ Cyr.Al.M.77.476A.

German (Pape)

[Seite 233] dagegen bewaffnen, ναῦς ἀνθώπλισται Xen. Oec. 8, 12. – Med., sich dagegen waffnen, Hell. 6, 5, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνθώπλισα, pf. Pass. ἀνθώπλισμαι;
armer de son côté;
Moy. ἀνθοπλίζομαι s'armer de son côté.
Étymologie: ἀντί, ὁπλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοπλίζω: вооружать против, med.-pass. выступать с оружием (ἱππεῦσι ἱππῆς ἀνθωπλισμένοι Eur.; ἀνθωπλίσθαι πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοπλίζω: μέλλ. -ίσω, ὁπλίζω ἐναντίον τινός, χεῖρα μαντικὴν πρὸς μουσικὴν ἀνθώπλισε Νικηφόρ. Ρήτορες τ. 1, σ. 514, 15, ἔκδ. Walz. - «ἀνθώπλισαν· ὥπλισαν» Ἡσύχ.· Ιππεῦσι θ’ ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι «ἀντιτεταγμένοι» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἱκ. 666· ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα Ξεν. Οἰκ. 8. 12: - Μέσ., ὁπλίζομαι καὶ ἐγώ, καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 7.

Greek Monolingual

ἀνθοπλίζω (Α)
1. οπλίζω κάποιον εναντίον άλλου, επίσης οπλισμένου.

Greek Monotonic

ἀνθοπλίζω: μέλ. -ίσω, οπλίζω εναντίον — Παθ., παρατάσσομαι ενάντια σε, τινί, σε Ευρ. — Μέσ., οπλίζομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell


to arm against: Pass. to be arrayed against, τινί Eur.:—Mid. to arm oneself, Xen.