ἀπελευθέρωσις: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />affranchissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελευθερόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />affranchissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελευθερόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπελευθέρωσις:''' εως ἡ [[отпущение на волю]] (δούλου Dem., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπελευθέρωσις:''' -εως, ἡ, [[χειραφέτηση]], [[απόδοση]] ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀπελευθέρωσις:''' -εως, ἡ, [[χειραφέτηση]], [[απόδοση]] ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=from [[ἀπελευθερόω]]<br />[[emancipation]], Dem. | |mdlsjtxt=from [[ἀπελευθερόω]]<br />[[emancipation]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, emancipation, δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, PGnom.60 (ii A. D.), BGU96.10 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
emancipación δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, τοὺς ... [ἄρχοντας γρά] ψαι τὰν Σωσικλέος ἀπελευθέρωσιν εἰς τὸν βωμόν IG 5(2).345.4, cf. 17 (Orcómeno II/I a.C.), νομίμη δέ ἐστιν [ἀ] πελευθέρωσις, ἐὰν ... PGnom.19 (II d.C.), cf. BGU 96.10 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 286] ἡ, das Freilassen, δούλων Dem. 17, 15; Plut. Poplic. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
affranchissement.
Étymologie: ἀπελευθερόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπελευθέρωσις: εως ἡ отпущение на волю (δούλου Dem., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, ἀπόδοσις ἐλευθερίας ὡς καὶ νῦν, δούλων Δημ. 215. 25.
Greek Monotonic
ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, χειραφέτηση, απόδοση ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ.
Middle Liddell
from ἀπελευθερόω
emancipation, Dem.