ἀπερίοπτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />indifférent à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιόψομαι.
|btext=ος, ον :<br />indifférent à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιόψομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίοπτος:''' [[не обращающий внимания]], [[пренебрегающий]] (τινος Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερίοπτος:''' -ον (<i>περιόψομαι</i>, μέλ. του [[περιοράω]]), [[αμέριμνος]], [[αμελής]], <i>πάντων</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπερίοπτος:''' -ον (<i>περιόψομαι</i>, μέλ. του [[περιοράω]]), [[αμέριμνος]], [[αμελής]], <i>πάντων</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίοπτος:''' [[не обращающий внимания]], [[пренебрегающий]] (τινος Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[περιόψομαι, fut. of [[περιοράω]]<br />unregarding, [[reckless]] of, πάντων Thuc.
|mdlsjtxt=[περιόψομαι, fut. of [[περιοράω]]<br />unregarding, [[reckless]] of, πάντων Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίοπτος Medium diacritics: ἀπερίοπτος Low diacritics: απερίοπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: aperíoptos Transliteration B: aperioptos Transliteration C: aperioptos Beta Code: a)peri/optos

English (LSJ)

ον, unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv.-τως Poll.3.117.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.

German (Pape)

[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: , περιόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄, 117.

Greek Monolingual

ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.

Greek Monotonic

ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.

Middle Liddell

[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.