ἀρωματικός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />aromatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]].
|btext=ή, όν :<br />aromatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρωματικός:''' [[душистый]], [[пахучий]] ([[ῥίζα]] Arst.; δυνάμεις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρωματικός]], -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]<br />αυτός που αναδίνει [[άρωμα]], ο ευωδιαστός.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρωματικός]], -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]<br />αυτός που αναδίνει [[άρωμα]], ο ευωδιαστός.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρωματικός:''' [[душистый]], [[пахучий]] ([[ῥίζα]] Arst.; δυνάμεις Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:28, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωμᾰτικός Medium diacritics: ἀρωματικός Low diacritics: αρωματικός Capitals: ΑΡΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arōmatikós Transliteration B: arōmatikos Transliteration C: aromatikos Beta Code: a)rwmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, aromatic, δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f; -κόν, τό, ib.791b; -κή (sc. ὠνή), ἡ, contract for supply of spices, Röm.Mitt.13.121.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 aromático δυνάμεις Dsc.2.171, Plu.2.383f, ὁ ἀ. κάλαμος Gal.11.853, φυτόν Hsch.s.u. ξειρίς, εἴδη ἀρωματικά especies aromáticas, PAnt.32.25 (IV d.C.)
ἀρωματικὴ ἐργασία negocio de perfumes, PFay.93.7 (II d.C.).
2 subst. τὸ ἀ. la propiedad aromática Plu.2.791b
ἡ ἀρωματική contrata de abastecimiento de perfumes ἀρωματικῆς τῶν κυρίων καισάρων (sello) de la contrata imperial de perfumes, IGR 1.1375, cf. 1376 (II d.C.)
tb. en plu. ὑποδέκτης ἀρωματικῶν PSI 1264.11 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 368] gewürzhaft, Plut. an seni 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀρωματικός: душистый, пахучий (ῥίζα Arst.; δυνάμεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωματικός: -ή, -όν, ὁ περιέχων ἄρωμα, ἀρωματώδης, εὐώδης, τῶν ἀρωματοφόρων δένδρων τινῶν μὲν ἡ ῥίζα ἀρωματική ἐστιν, τινῶν ὁ φλοιός, τινῶν τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Διοσκ. 2. 202, Πλούτ. 2. 791B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρωματικός, -ή, -όν) [[[άρωμα]] (Ι)]
αυτός που αναδίνει άρωμα, ο ευωδιαστός.