ἀσφαραγέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire du bruit par entrechoquement <i>en parl. d'un homme en armes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σφαραγέομαι]].
|btext=-ῶ :<br />faire du bruit par entrechoquement <i>en parl. d'un homme en armes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σφαραγέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφᾰραγέω:''' [[бряцать]], [[лязгать]] (χαλκῷ Thuc. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἀμφαγείρομαι]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσφᾰρᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σφαραγέω</i>), [[αντηχώ]], [[δημιουργώ]] οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀσφᾰρᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σφαραγέω</i>), [[αντηχώ]], [[δημιουργώ]] οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφᾰραγέω:''' [[бряцать]], [[лязгать]] (χαλκῷ Thuc. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἀμφαγείρομαι]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφαραγέω]], to [[resound]], [[clang]], of [[armed]] men, Theocr.
|mdlsjtxt=[[σφαραγέω]], to [[resound]], [[clang]], of [[armed]] men, Theocr.
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφᾰρᾰγέω Medium diacritics: ἀσφαραγέω Low diacritics: ασφαραγέω Capitals: ΑΣΦΑΡΑΓΕΩ
Transliteration A: aspharagéō Transliteration B: aspharageō Transliteration C: asfarageo Beta Code: a)sfarage/w

English (LSJ)

(ἀ- euph., σφαραγέω) resound, clang, of armed men, Theoc.17.94 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 381] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du bruit par entrechoquement en parl. d'un homme en armes.
Étymologie: , σφαραγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφᾰραγέω: бряцать, лязгать (χαλκῷ Thuc. - v.l. к ἀμφαγείρομαι).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφᾰρᾰγέω: (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.

Greek Monotonic

ἀσφᾰρᾰγέω: μέλ. -ήσω (α ευφωνικό, σφαραγέω), αντηχώ, δημιουργώ οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

σφαραγέω, to resound, clang, of armed men, Theocr.