ἀϊδνός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[ἀϊδνής]].
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[ἀϊδνής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀϊδνός:''' [[темный]], [[мрачный]] (οὔρεος βῆσσαι Hes.; [[νύξ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀϊδνός:''' -ή, -όν (*[[εἴδω]]), [[αόρατος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, <i>-ές</i>, Ποιητ. [[παρά]] Πλουτ.
|lsmtext='''ἀϊδνός:''' -ή, -όν (*[[εἴδω]]), [[αόρατος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, <i>-ές</i>, Ποιητ. [[παρά]] Πλουτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀϊδνός:''' [[темный]], [[мрачный]] (οὔρεος βῆσσαι Hes.; [[νύξ]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϊδνός Medium diacritics: ἀϊδνός Low diacritics: αϊδνός Capitals: ΑΪΔΝΟΣ
Transliteration A: aïdnós Transliteration B: aidnos Transliteration C: aidnos Beta Code: a)i+dno/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀ- priv., Ϝιδεῖν) poet. word, = ἀϊδής, unseen, obscure, Hes.Th.860, A.Fr.451A; λιγνύς A.R.1.389; Νύξ Lyr.Adesp.92:— later ἀϊδνήεις, εσσα, εν, καπνός Euph.139: ἀϊδνής, ές, πηλός Call.Fr. anon.220 (as v.l.), cf. Opp.H.4.245 (perhaps -νῆς, contr. fr. -νήεις).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
oscuro, tenebroso ἐν βήσσῃσιν ἀϊδνῇς Hes.Th.860, cf. A.Fr.407a, Νύξ Lyr.Adesp.78, λιγνύς A.R.1.389, κῆρες Orph.A.1029, cf. Lyr.Adesp.390.5S.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἀϊδνής.

Russian (Dvoretsky)

ἀϊδνός: темный, мрачный (οὔρεος βῆσσαι Hes.; νύξ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊδνός: -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = ἀΐδιος, ἀϊδής, ἀόρατος, κεκρυμμένος, ἀμαυρός. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245.

Greek Monotonic

ἀϊδνός: -ή, -όν (*εἴδω), αόρατος, σκοτεινός, σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, -ές, Ποιητ. παρά Πλουτ.