ἐΰπλειος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐΰπλειος:''' -α, -ον, καλογεμισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐΰπλειος:''' -α, -ον, καλογεμισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{pape
|ptext=ep. = [[εὔπλειος]].
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΰπλειος Medium diacritics: ἐΰπλειος Low diacritics: εΰπλειος Capitals: ΕΫΠΛΕΙΟΣ
Transliteration A: eǘpleios Transliteration B: eupleios Transliteration C: eypleios Beta Code: e)u/+pleios

English (LSJ)

η, ον, well filled, κὰδδ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Od.17.467.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épq.
bien rempli.
Étymologie: εὖ, πλεῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΰπλειος: -α, -ον, καλῶς πεπληρωμένος, κὰδ δ’ ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Ὀδ. Ρ. 467.

Greek Monolingual

ἐΰπλειος, -είη, -ον (Α)
(επικ. τ.)
καλά γεμισμένος («κὰδ' δ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» — ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)].

Greek Monotonic

ἐΰπλειος: -α, -ον, καλογεμισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

German (Pape)

ep. = εὔπλειος.