Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐργοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui donne leur tâche aux ouvriers.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], [[δίδωμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui donne leur tâche aux ouvriers.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργοδότης:''' ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐργοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που παρέχει [[εργασία]], αντίθ. προς το [[ἐργολάβος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐργοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που παρέχει [[εργασία]], αντίθ. προς το [[ἐργολάβος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργοδότης:''' ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐργο-[[δότης]], ου,<br />one who lets out [[work]], opp. to [[ἐργολάβος]], Xen.
|mdlsjtxt=ἐργο-[[δότης]], ου,<br />one who lets out [[work]], opp. to [[ἐργολάβος]], Xen.
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργοδότης Medium diacritics: ἐργοδότης Low diacritics: εργοδότης Capitals: ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: ergodótēs Transliteration B: ergodotēs Transliteration C: ergodotis Beta Code: e)rgodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one who farms out work, X.Cyr. 8.2.5, CIG3467.22 (Sardes); un-Attic, acc. to Phryn.326; incorrectly used of workmen, Aret.SD1.6.

German (Pape)

[Seite 1020] ὁ, der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui donne leur tâche aux ouvriers.
Étymologie: ἔργον, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐργοδότης: ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων ἐργασίαν, ἀντίθετον τῷ ἐργολάβος, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24.

Greek Monolingual

ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM ἐργοδότης
Μ θηλ. ἐργοδότρια)
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
μσν.
ἡ ἐργοδότρια
η υπεύθυνη μοναστηριού για την κατανομή τών έργων στις μοναχές.

Greek Monotonic

ἐργοδότης: -ου, ὁ, αυτός που παρέχει εργασία, αντίθ. προς το ἐργολάβος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐργο-δότης, ου,
one who lets out work, opp. to ἐργολάβος, Xen.